έκλαμψη

έκλαμψη
[-ις (-εως)] η блеск, сияние

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "έκλαμψη" в других словарях:

  • έκλαμψη — η (AM ἔκλαμψις) δυνατή λάμψη, αιφνίδια αναλαμπή αρχ. (για την εφηβική ηλικία) πρόωρη ή γρήγορη ανάπτυξη …   Dictionary of Greek

  • έκλαμψη — η κυριολ. και μτφ., ξαφνική λάμψη, δυνατή αναλαμπή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκλάμψῃ — ἐκλάμψηι , ἔκλαμψις shining forth fem dat sg (epic) ἐκλάμπω shine aor subj mid 2nd sg ἐκλάμπω shine aor subj act 3rd sg ἐκλάμπω shine fut ind mid 2nd sg ἐκλαμβάνω receive from fut ind mid 2nd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

  • ηλιακός άνεμος — Ροή φορτισμένων σωματιδίων, κυρίως πρωτονίων και ηλεκτρονίων, που εκτοξεύονται από τον Ήλιο προς όλες τις κατευθύνσεις. Η εξωτερική ατμόσφαιρα του Ήλιου, το ηλιακό στέμμα, έχει θερμοκρασία περίπου 1,5⋅ 106°Κ και είναι φυσικό –σε τόσο υψηλές… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»